- μεθήμων
- μεθήμωνremissmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθήμων — μεθήμων, ον (Α) (για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ ίημι (πρβλ. συν ήμων)] … Dictionary of Greek
μεθήμονα — μεθήμων remiss neut nom/voc/acc pl μεθήμων remiss masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθήμονες — μεθήμων remiss masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθήμονι — μεθήμων remiss dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθήμονος — μεθήμων remiss gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek